- νερώνειος
- -α, -ο (Α νερώνειος, -εία, -ον) [Νέρων]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον αυτοκράτορα Νέρωνα2. αυτός που σκέπτεται και ενεργεί κατά τον τρόπο τού Νέρωνος, ο άγριος, ο εγκληματικόςαρχ.(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα Νερώνεια(ενν. ιερά)εορτή που τελούνταν προς τιμήν τού Νέρωνος.
Dictionary of Greek. 2013.